🇬🇷 el en 🇬🇧

σήμα κατατεθέν

  • (νομικός όρος) εμπορικό σήμα που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα
registered trademark
  • (μεταφορικά) το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου τόπου, προσώπου κ.λπ.
trademark
Wiktionary Links